Ingrassare στα ελληνικά
Μετάφραση: ingrassare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, τροφαντός, γράσο, παχουλός, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Μεταφράσεις
- ingrandire στα ελληνικά - μεγαλοποιώ, αύξηση, αυξάνω, μεγεθύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, ...
- ingranditore στα ελληνικά - enlarger, μεγεθυντής, Μεγένθυσης
- ingratitudine στα ελληνικά - αχαριστία, αγνωμοσύνη, αχαριστίας, την αγνωμοσύνη, την αχαριστία
- ingrato στα ελληνικά - αχάριστος, αγνωμών, άχαρο, άχαρη, το άχαρο
Τυχαίες λέξεις
Ingrassare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, τροφαντός, γράσο, παχουλός, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Μεταφράσεις: λιπαντικό, τροφαντός, γράσο, παχουλός, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών