Τροφαντός στα ιταλικά
Μετάφραση: τροφαντός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingrassare, paffuto, netto, grassoccio, trofantos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφαντός
τροφαντός συνώνυμα, τροφαντός λεξικό γλώσσας ιταλικά, τροφαντός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τροπόσφαιρα στα ιταλικά - troposfera, troposphere
- τροφή στα ιταλικά - nutrimento, alimento, vitto, vivanda, cibo, alimentare, alimenti, ...
- τροφικός στα ιταλικά - nutritivo, nutritiva, nutritive, nutriente, nutrizionale
- τροφοδοσία στα ιταλικά - ristorazione, Catering, vacanze, casa, appartamento
Τυχαίες λέξεις
Τροφαντός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ingrassare, paffuto, netto, grassoccio, trofantos
Μεταφράσεις: ingrassare, paffuto, netto, grassoccio, trofantos