Inquietare στα ελληνικά
Μετάφραση: inquietare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, έννοια, ανησυχώ, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inossidabile στα ελληνικά - ανοξείδωτος, ανοξείδωτο, από ανοξείδωτο, ανοξείδωτου, ανοξείδωτους
- inquadrare στα ελληνικά - πλαίσιο, σώμα, σκελετός, πλαισιώνω, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, ...
- inquieto στα ελληνικά - άστατος, ανήσυχος, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα
- inquietudine στα ελληνικά - βράζω, ανησυχία, ανησυχίας, νευρικότητα, την ανησυχία, η ανησυχία
Τυχαίες λέξεις
Inquietare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, έννοια, ανησυχώ, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, έννοια, ανησυχώ, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς