Έννοια στα ιταλικά
Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affannare, fastidio, senso, cruccio, inquietare, preoccupazione, significato, significa, che significa, cioè
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έννοια
έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας ιταλικά, έννοια στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ένζυμο στα ιταλικά - enzima, dell'enzima, enzimi, enzimatica, enzimatico
- ένιωθα στα ιταλικά - feltro, sentivo, sentii, mi sentivo, ho sentito, mi sono sentito
- ένοικος στα ιταλικά - affittuario, noleggiatore, inquilino, locatario, conduttore, tenant
- ένορκος στα ιταλικά - giurato, giuria, juror, giurati, giurata
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: affannare, fastidio, senso, cruccio, inquietare, preoccupazione, significato, significa, che significa, cioè
Μεταφράσεις: affannare, fastidio, senso, cruccio, inquietare, preoccupazione, significato, significa, che significa, cioè