Inventare στα ελληνικά

Μετάφραση: inventare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Inventare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invasore στα ελληνικά - εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
  • invecchiare στα ελληνικά - εποχή, ηλικία, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε
  • inventario στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος
  • inventore στα ελληνικά - εφευρέτης, εφευρέτη
Τυχαίες λέξεις
Inventare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν