Κατασκευάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: κατασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costruire, fare, fabbricazione, produrre, edificare, creare, addurre, rendere, confezionare, inventare, fabbricare, realizzare, falsificare
Κατασκευάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατασκευάζω

κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω κοσμήματα, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω θερμοκήπιο, κατασκευάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατασκευάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καταρροή στα ιταλικά - catarro, il catarro, catarri, catarrh, di catarro
  • κατασκήνωση στα ιταλικά - campeggio, campo, accampamento, campo di, camp
  • κατασκευή στα ιταλικά - struttura, edilizia, costruzione, costrutto, costruzioni, di costruzione, la costruzione, ...
  • κατασκευαστής στα ιταλικά - creatore, fabbricatore, fabbricante, industriale, fattore, produttore, produttori, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατασκευάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: costruire, fare, fabbricazione, produrre, edificare, creare, addurre, rendere, confezionare, inventare, fabbricare, realizzare, falsificare