Moltiplicazione στα ελληνικά

Μετάφραση: moltiplicazione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
Moltiplicazione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • molti στα ελληνικά - πολλοί, πολλά, πολλή, πολλές, πολύ
  • moltiplicare στα ελληνικά - πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
  • moltitudine στα ελληνικά - πλήθος, πληθώρα, πλήθους, πλειάδα, πληθώρας
  • molto στα ελληνικά - πολύ, πολύς, πάρα πολύ, μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα
Τυχαίες λέξεις
Moltiplicazione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού