Morso στα ελληνικά
Μετάφραση: morso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάγκωμα, δαγκώνω, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mormorio στα ελληνικά - γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψίθυρος, φύσημα, μουρμουρητό, φυσήματος
- morsa στα ελληνικά - ανηθικότητα, κακία, μάγγαινα, vise, μέγγενη, μέγκενη, μέγγενης
- mortaio στα ελληνικά - γουδί, κονίαμα, κονιάματος, το κονίαμα, κονιάματα
- mortale στα ελληνικά - θανατηφόρος, μοιραίος, θανάσιμος, θνητός, θανάσιμα, θανατηφόρα, θανατηφόρο
Τυχαίες λέξεις
Morso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάγκωμα, δαγκώνω, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: δάγκωμα, δαγκώνω, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει