Omologare στα ελληνικά

Μετάφραση: omologare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικυρώνω, κυρώνω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Omologare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omogeneità στα ελληνικά - ομοιογένεια, ομοιογένειας, την ομοιογένεια, η ομοιογένεια, ομοιογενείας
  • omogeneo στα ελληνικά - ομοιογενής, ομογενής, ομοιογενές, ομοιογενή, ομογενές
  • omonimo στα ελληνικά - συνώνυμος, ομώνυμο, συνονόματό, συνονόματος, ομώνυμος
  • omosessuale στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, ομοφυλόφιλων, ομοφυλοφιλική, ομοφυλοφιλικές, ομοφυλόφιλα
Τυχαίες λέξεις
Omologare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικυρώνω, κυρώνω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει