Ostacolare στα ελληνικά
Μετάφραση: ostacolare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ossigeno στα ελληνικά - οξυγόνο, οξυγόνου, το οξυγόνο, του οξυγόνου, σε οξυγόνο
- osso στα ελληνικά - κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
- ostacolo στα ελληνικά - στένωση, παρεμβολή, παρακώλυση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, ...
- ostaggio στα ελληνικά - όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
Τυχαίες λέξεις
Ostacolare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν