Pascere στα ελληνικά
Μετάφραση: pascere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοσκότοπος, βόσκω, ταΐζω, σιτίζω, γδέρνομαι, τροφοδοτώ, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, βόσκει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- parziale στα ελληνικά - μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
- parzialità στα ελληνικά - μεροληψία, μεροληψίας, τη μεροληψία, μονομέρεια, μεροληπτικότητα
- pascolare στα ελληνικά - γδέρνομαι, βόσκω, βοσκότοπος, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, ...
- pascolo στα ελληνικά - βοσκότοπος, βοσκή, βοσκοτόπι, βοσκοτόπων, βοσκότοπους, βοσκότοπο
Τυχαίες λέξεις
Pascere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοσκότοπος, βόσκω, ταΐζω, σιτίζω, γδέρνομαι, τροφοδοτώ, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, βόσκει
Μεταφράσεις: βοσκότοπος, βόσκω, ταΐζω, σιτίζω, γδέρνομαι, τροφοδοτώ, αμυχή, εγγίζω, γδέρνω, βόσκουν, βόσκει