Τροφοδοτώ στα ιταλικά
Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pascere, combustibile, alimentare, cibo, carburante, attizzare, Stoke, di Stoke, rifornisce, a Stoke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, τροφοδοτώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τροφικός στα ιταλικά - nutritivo, nutritiva, nutritive, nutriente, nutrizionale
- τροφοδοσία στα ιταλικά - ristorazione, Catering, vacanze, casa, appartamento
- τροφοδότης στα ιταλικά - approvvigionatore, trattoria, catering, addetto al catering, ristoratore
- τροχαλία στα ιταλικά - carrucola, puleggia, della puleggia, pulegge, puleggia di
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pascere, combustibile, alimentare, cibo, carburante, attizzare, Stoke, di Stoke, rifornisce, a Stoke
Μεταφράσεις: pascere, combustibile, alimentare, cibo, carburante, attizzare, Stoke, di Stoke, rifornisce, a Stoke