Potente στα ελληνικά

Μετάφραση: potente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραταιός, δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Potente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • postribolo στα ελληνικά - πορνείο, οίκο ανοχής, ανοχής, οίκων ανοχής, οίκος ανοχής
  • potare στα ελληνικά - κουρεύω, πόρπη, κλαδεύω, ψαλιδίζω, συνδετήρας, δαμάσκηνο, δαμάσκηνων, ...
  • potenza στα ελληνικά - μπορούσα, δύναμη, ρώμη, κύρος, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ...
  • potenziale στα ελληνικά - τάση, ενδεχόμενος, πιθανότητα, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, ...
Τυχαίες λέξεις
Potente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραταιός, δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές