Resistere στα ελληνικά
Μετάφραση: resistere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντέχω, υπομένω, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- resistente στα ελληνικά - ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
- resistenza στα ελληνικά - αντοχή, ρώμη, αντίσταση, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
- respingente στα ελληνικά - ασπίδα, προφυλακτήρας, προφυλακτήρα, του προφυλακτήρα, προφυλακτήρων
- respingere στα ελληνικά - απορρίπτω, σκουπίδια, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Τυχαίες λέξεις
Resistere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί