Ricciuto στα ελληνικά

Μετάφραση: ricciuto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σγουρός, κατσαρός, σγουρά, τα σγουρά, σγουρή, σγουρό
Ricciuto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • riccio στα ελληνικά - κλειδαριά, κατσαρώνω, θηλιά, βρόγχος, μπούκλα, βρόχος, κατσαρός, ...
  • ricciolo στα ελληνικά - κατσαρώνω, μπούκλα, κλειδαριά, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
  • ricco στα ελληνικά - ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
  • ricerca στα ελληνικά - μελέτη, σπουδές, έρευνα, διερεύνηση, κυνήγι, ανασκόπηση, σπουδάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ricciuto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σγουρός, κατσαρός, σγουρά, τα σγουρά, σγουρή, σγουρό