Santità στα ελληνικά

Μετάφραση: santità, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαραβίαστο, αγιότητα, ιερότητα, αγιότητας, την αγιότητα, την Αυτού Αγιότητα, αγιότητος
Santità στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sano στα ελληνικά - γερός, υγιεινός, θρεπτικός, υγιής, ήχος, φωνή, υγιή, ...
  • santificare στα ελληνικά - καθαγιάζω, αφιερώνω, αγιοποιώ, αγιάσει, αγιάζω
  • santo στα ελληνικά - άγιος, ιερός, όσιος, πανάγιος, άγια, Αγίου, άγιο, ...
  • sanzione στα ελληνικά - επικυρώνω, κύρωση, κυρώσεις, κυρώσεων, κύρωσης, κυρώσεως
Τυχαίες λέξεις
Santità στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαραβίαστο, αγιότητα, ιερότητα, αγιότητας, την αγιότητα, την Αυτού Αγιότητα, αγιότητος