Schioppo στα ελληνικά

Μετάφραση: schioppo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τουφέκι, πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Schioppo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schifoso στα ελληνικά - αποτροπιαστικός, απεχθής, αντιπαθητικός, άθλιος, επαναστατικός, απωθητικός, αηδιαστικός, ...
  • schiocco στα ελληνικά - χαστούκι, χαστουκίζω, καρπαζιά, ποπ, pop, σουτάρει χωρίς καμία πίεση, αναδυόμενο, ...
  • schiuma στα ελληνικά - αφρίζω, γλίτσα, αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδους
  • schivare στα ελληνικά - διαφεύγω, διαλανθάνω, αποφεύγω, ξεγλιστρώ, Dodge, αποφύγει, αποφεύγουμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Schioppo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τουφέκι, πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού