Πιστόλι στα ιταλικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schioppo, fucile, cannone, pistola, gun, la pistola, arma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας ιταλικά, πιστόλι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα ιταλικά - testimoniare, attestare, vidimare, autenticare, giurare, certificare, certifica, ...
- πιστωτής στα ιταλικά - creditore, creditori, del creditore, creditrice
- πιστόνι στα ιταλικά - stantuffo, pistone, del pistone, pistoni, a pistone
- πιστός στα ιταλικά - fedele, pio, fido, leale, credente, credenti, crede
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: schioppo, fucile, cannone, pistola, gun, la pistola, arma
Μεταφράσεις: schioppo, fucile, cannone, pistola, gun, la pistola, arma