Vero στα ελληνικά
Μετάφραση: vero, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικός, αυθεντικός, γνήσιος, αληθής, αλήθεια, πραγματική, αληθινή, αληθές
Μεταφράσεις
- incondizionato στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
- larice στα ελληνικά - λάριξ, αγριόπευκο, λάρικα, λάρικος, ξύλο λάρικος
- riduzione στα ελληνικά - ελάττωση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
- tavola στα ελληνικά - τραπέζι, πίνακας, προεδρείο, επιβιβάζομαι, σανίδα, φάτνωμα, πίνακα, ...
Τυχαίες λέξεις
Vero στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικός, αυθεντικός, γνήσιος, αληθής, αλήθεια, πραγματική, αληθινή, αληθές
Μεταφράσεις: πραγματικός, αυθεντικός, γνήσιος, αληθής, αλήθεια, πραγματική, αληθινή, αληθές