Λέξη: μάρτυρας

Σχετικές λέξεις: μάρτυρας

αυτόπτησ μάρτυρασ, μάρτυρασ άρησ, μάρτυρασ απόδειξησ, μάρτυρασ ιουστίνοσ, σιωπηλόσ μάρτυρασ

Συνώνυμα: μάρτυρας

μάρτυς, ιερομάρτυρας, μαρτυρία, καταθέτης

Μεταφράσεις: μάρτυρας

μάρτυρας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
witness, martyr, control, a witness, witnessed

μάρτυρας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atestar, atestiguar, testigo, mártir, testimonio, testigos, testigo de, testimonio de

μάρτυρας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuschauer, märtyrer, zeuge, Zeuge, Zeugnis, Zeugen, Zeugin

μάρτυρας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indiquer, attestation, témoignez, témoignage, témoignons, témoignent, témoin, martyre, martyr, spectateur, déposant, témoigner, témoins, témoin a

μάρτυρας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
teste, testimonio, martire, testimone, testimonianza, testimoni, testimoniare, la testimonianza

μάρτυρας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
testemunha, ver, presenciar, resistir, espectador, mártir, testemunho, testemunhas, testemunhar

μάρτυρας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloedgetuige, martelaar, kijker, toeschouwer, getuige, getuigen, getuigenis, getuige van, blijke

μάρτυρας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мученица, страдалица, засвидетельствовать, удостоверить, свидетельство, улика, пример, страдалец, удостоверять, мученик, понятой, свидетельница, очевидец, доказательство, заверитель, свидетель, свидетелем, свидетелей, свидетеля

μάρτυρας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vitne, martyr, vitnet, vitnesbyrd, vitnesbyrd om

μάρτυρας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vittne, martyr, vittna, vittnesbörd, vittnet, vittnes, vittnen

μάρτυρας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
todistus, marttyyri, todistaa, katselija, todistaja, todistajan, todistajana, todistajien

μάρτυρας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vidne, vidnesbyrd, vidner, vidnet

μάρτυρας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svědek, pamětník, mučedník, svědčit, svědectví, svědkem, svědka, svědků

μάρτυρας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zeznanie, męczennik, świadectwo, świadczyć, poświadczenie, świadek, cierpiętnik, świadkiem, świadka, świadectwem

μάρτυρας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanúságtétel, mártír, szemtanú, vértanú, tanú, tanúja, tanút, tanúként, bizonyságot

μάρτυρας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanık, şehit, şahit, tanığı, tanıklık

μάρτυρας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотепник, стриж, ластівка, свідок, свідка

μάρτυρας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëshmitar, dëshmitari, dëshmitarëve, e dëshmitarëve, dëshmitar i

μάρτυρας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свидетел, свидетелство, на свидетелите, доказателство

μάρτυρας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сведка, сьведка

μάρτυρας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märter, tunnistaja, tunnistajate, tunnistajaks, tunnistajana, tunnistajakaitse

μάρτυρας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prvomučenik, posvjedočiti, mučenik, mučiti, svjedok, svjedoka, svjedočanstvo, svjedok je, svjedokinja

μάρτυρας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vitnið, vitni, vottur, vitnisburður, vitnisburðar

μάρτυρας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
testimonium, testis

μάρτυρας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiūrovas, liudytojas, liudininkas, kankinys, liudijimas, liudytojų, liudytojo

μάρτυρας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liecinieks, skatītājs, liecinieku, liecība, lieciniekam, liecinieka

μάρτυρας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сведокот, сведок, сведоци, сведоците, на сведоци

μάρτυρας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
martor, martir, spectator, mărturie, martorilor, martorul, mărturia

μάρτυρας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priča, priče, pričo, prič, pričevanje

μάρτυρας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
svedok, mučeník, svedka, svedkom, svedkovia

Στατιστικά δημοτικότητας: μάρτυρας

Τυχαίες λέξεις