Λέξη: κλιμακώνομαι

Μεταφράσεις: κλιμακώνομαι

κλιμακώνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
escalate, escalates, staggered, scaled, staggers

κλιμακώνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
se intensifica, intensifica, intensifica los

κλιμακώνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eskaliert, Eskalation, eskalieren, spitzt

κλιμακώνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'intensifier, augmenter, accroître, remonter, intensifier, intensifie, dégénère, se intensifie

κλιμακώνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intensifica, si intensifica, aggravi, si aggravi

κλιμακώνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
se agrava, agrava, escalates, aumenta, escalada

κλιμακώνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
escaleert, escaleren, escalatie

κλιμακώνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расширять, обострять, обостряется, возрастает, эскалации, обостряет, перерастает

κλιμακώνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eskalerer, escalates, trappes, trappes opp, tiltar

κλιμακώνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eskalerar, trappas upp, trappas, eskalera

κλιμακώνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yltyä, äityä, paisuu, laajenee, kiihtyy, kärjistyy, kiihtyminen

κλιμακώνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eskalerer, eskalering, blusser, optrapper

κλιμακώνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vystoupit, zvyšovat, vystupňovat, stupňovat, eskaluje, stupňuje, escalates, vyhrotí, eskalaci

κλιμακώνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
eskalować, wzrastać, nasilać, wzmagać, eskaluje, przeradza, nasila, narasta, nasila się

κλιμακώνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fokozódik, eszkalálódik, eszkalálja, escalates

κλιμακώνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
escalates, korsanlıktan, kışkırtır, dozu artarken, tırmandırıyor

κλιμακώνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посильтеся, розширяти, розширювати, загострювати, загострюється

κλιμακώνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përshkallëzohet, escalates, përshkallëzon, acarohet, të përshkallëzohet

κλιμακώνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ескалира, покачват, се покачват, да ескалира

κλιμακώνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвастраецца

κλιμακώνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laienema, eskaleerima, eskaleerub, võimendab, väljuks, escalates, väljuks kontrolli alt

κλιμακώνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eskalira, prerasta, escalates, eskalacije, raspiruje

κλιμακώνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
escalates, eykst til

κλιμακώνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprėja, escalates

κλιμακώνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saasināšanās, escalates, eskalācija

κλιμακώνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ескалира, ескалираше

κλιμακώνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
escaladează, escaladeaza, escaladării, se agravează, agravează

κλιμακώνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stopnjuje, zaostrilo, posluževati, escalates, toliko večja

κλιμακώνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eskaluje
Τυχαίες λέξεις