Afinitet στα ελληνικά

Μετάφραση: afinitet, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Afinitet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afektirati στα ελληνικά - κιμάς, ενεργώ τολμηρά, υπερεκτιμήσουμε, υπερτονίσουμε, ενεργώ τολμηρά το, overplay
  • afera στα ελληνικά - υπόθεση, δεσμός, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική
  • agent στα ελληνικά - μεσίτης, χρηματομεσίτης, παράγων, αντιπρόσωπος, μέσο, πράκτορας, παράγοντα
  • agitacija στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
Τυχαίες λέξεις
Afinitet στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας