Akumulacijom στα ελληνικά
Μετάφραση: akumulacijom, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεξαμενή, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktualni στα ελληνικά - αληθινός, πραγματικός, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
- aktualno στα ελληνικά - πρόσφατος, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
- akumulator στα ελληνικά - μπαταρία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
- akupunktura στα ελληνικά - έντονος, οξυδερκής, οξύς, βελονισμός, βελονισμού, βελονισμό, ο βελονισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Akumulacijom στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεξαμενή, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Μεταφράσεις: δεξαμενή, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση