Darežljivost στα ελληνικά

Μετάφραση: darežljivost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πριμοδότηση, επίδομα, γενναιοδωρία, τη γενναιοδωρία, γενναιοδωρίας, η γενναιοδωρία, την γενναιοδωρία
Darežljivost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dar στα ελληνικά - επιτήδευμα, πιστοποιητικό, δωρεά, πεσκέσι, χάρισμα, δώρο, δώρων, ...
  • darežljiv στα ελληνικά - ασωτία, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
  • darivanje στα ελληνικά - παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση
  • darodavac στα ελληνικά - δότης, συνεισφέρων, συνεργάτης, συμβάλλει, συντελεστής, συνεισφέρει
Τυχαίες λέξεις
Darežljivost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πριμοδότηση, επίδομα, γενναιοδωρία, τη γενναιοδωρία, γενναιοδωρίας, η γενναιοδωρία, την γενναιοδωρία