Dići στα ελληνικά
Μετάφραση: dići, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθώνομαι, βάζω, ανεβάζω, αυξάνομαι, αύξηση, ενισχύω, τοποθετώ, ανατέλλω, αυξάνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dizač στα ελληνικά - κλέφτης, ανυψωτικό, αθλητής, αθλητή, ανύψωσης
- dizenterija στα ελληνικά - δυσεντερία, δυσεντερίας, δυσεντερίας των, η δυσεντερία, της δυσεντερίας
- dičan στα ελληνικά - ένδοξος, αξιότιμος, έντιμος, αξιότιμη, αξιότιμοι, αξιότιμους
- djed στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
Τυχαίες λέξεις
Dići στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, βάζω, ανεβάζω, αυξάνομαι, αύξηση, ενισχύω, τοποθετώ, ανατέλλω, αυξάνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, βάζω, ανεβάζω, αυξάνομαι, αύξηση, ενισχύω, τοποθετώ, ανατέλλω, αυξάνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται