Dozivati στα ελληνικά

Μετάφραση: dozivati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικαλούμαι, κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
Dozivati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doziranje στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
  • dozirati στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • doznaka στα ελληνικά - μετάθεση, κατανομή, μεταβίβαση, μεταγράφω, μετατάσσω, καταμερισμός, έμβασμα, ...
  • doznati στα ελληνικά - κατανοώ, καταλαβαίνω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Τυχαίες λέξεις
Dozivati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικαλούμαι, κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα