Posjedovali στα ελληνικά

Μετάφραση: posjedovali, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατέχω, της], κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν
Posjedovali στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • klif στα ελληνικά - γκρεμός, βράχος, βράχο, γκρεμό, βράχου
  • kodiranje στα ελληνικά - κωδικοποίησης, κωδικοποίηση, που κωδικοποιεί, κωδικοποιούν, κωδικοποιητική
  • nokat στα ελληνικά - νύχι, πρόκα, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
  • ostale στα ελληνικά - ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Posjedovali στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατέχω, της], κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν