Priseći στα ελληνικά

Μετάφραση: priseći, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκισμένος, ορκίζομαι
Priseći στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • iskušenik στα ελληνικά - αρχάριος, αρχάριους, αρχάριο, αρχαρίων, αρχάριοι
  • modra στα ελληνικά - πρωτότυπο, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, blue
  • nadomjeske στα ελληνικά - υποκαθιστώ, αναπληρωματικός, αναπληρώνω, συμπληρώματα, συμπληρωμάτων, τα συμπληρώματα, χρεώσεις, ...
  • općinu στα ελληνικά - κοινόβιο, δήμος, δήμο, δήμου, κοινότητα, Περιοχή
Τυχαίες λέξεις
Priseći στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι