Ορκίζομαι στα κροατικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priseći, zavjet, polagali, psovati, zakleti, zaklinju, zakune, se zakleti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, ορκίζομαι στα κροατικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα κροατικά - definitivno, svakako, sigurno, zasigurno, je definitivno
- οριστικός στα κροατικά - određen, točan, definitivan, jasan, konačan, definitivno, konačni, ...
- ορκισμένος στα κροατικά - priseći, pod zakletvom, zakleti, zakleli, se zakleo, se zakleli
- ορμέμφυτος στα κροατικά - impulzivan, instinktivan, nagonski, instinktivno, instinktivna, instinktivni
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: priseći, zavjet, polagali, psovati, zakleti, zaklinju, zakune, se zakleti
Μεταφράσεις: priseći, zavjet, polagali, psovati, zakleti, zaklinju, zakune, se zakleti