Učestvovati στα ελληνικά

Μετάφραση: učestvovati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθώ, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
Učestvovati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astronom στα ελληνικά - αστρονόμος, αστρονόμο, αστρονόμου, ο αστρονόμος, τον αστρονόμο
  • dahtanje στα ελληνικά - φρουμάζω, λαχανιάσει, λαχανιάζοντας, gasping, λαχανιάζει, να λαχανιάσει
  • javno στα ελληνικά - φωναχτά, ανοιχτά, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
  • krov στα ελληνικά - τρούλος, αψίδα, καμάρα, κατάστρωμα, οροφή, στέγη, οροφής, ...
Τυχαίες λέξεις
Učestvovati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθώ, συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει