Uspostaviti στα ελληνικά

Μετάφραση: uspostaviti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδρύω, καθιερώνω, διαπιστώνω, θεσπίζω, επιβάλλω, ανακτώ, σώζω, επαναφέρω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Uspostaviti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • glukoza στα ελληνικά - γλυκόζη, γλυκόζης, της γλυκόζης, γλυκόζης στο, γλυκόζης του
  • leće στα ελληνικά - φακός, φακοί, φακούς, φακών, τους φακούς, οι φακοί
  • maslo στα ελληνικά - βούτυρο, λίπος βουτύρου, λιπαρές ουσίες βουτύρου, σε λιπαρές ουσίες βουτύρου, ουσίες βουτύρου, λίπους βουτύρου
  • neprohodan στα ελληνικά - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέρατο
Τυχαίες λέξεις
Uspostaviti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδρύω, καθιερώνω, διαπιστώνω, θεσπίζω, επιβάλλω, ανακτώ, σώζω, επαναφέρω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει