Vlasništvo στα ελληνικά

Μετάφραση: vlasništvo, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιοκτησία, περιουσία, κατοχή, τιμαλφή, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, την κυριότητα
Vlasništvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • civilizacijsku στα ελληνικά - πολιτισμός, πολιτισμού, πολιτισμό, τον πολιτισμό, του πολιτισμού
  • kolan στα ελληνικά - κάτι βέβαιον ή εύκολον, cinch, έποχο, καταζώστης, επόχου
  • kolesterol στα ελληνικά - χοληστερίνη, χοληστερόλη, Η χοληστερόλη, Χοληστερόλης, τη χοληστερόλη
  • kupujete στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
Τυχαίες λέξεις
Vlasništvo στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιοκτησία, περιουσία, κατοχή, τιμαλφή, κυριότητα, ιδιοκτησίας, κυριότητας, την κυριότητα