Curo στα ελληνικά

Μετάφραση: curo, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορηγώ, καταφέρνω, διευθύνω, εφαρμόζω, αντεπεξέρχομαι, απονέμω, διοικώ
Curo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • curator στα ελληνικά - κηδεμόνας
  • curiositas στα ελληνικά - περιέργεια
  • curriculum στα ελληνικά - καριέρα
  • currus στα ελληνικά - αραμπάς, χειράμαξα, κουβαλώ
Τυχαίες λέξεις
Curo στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορηγώ, καταφέρνω, διευθύνω, εφαρμόζω, αντεπεξέρχομαι, απονέμω, διοικώ