Ārprātīgs στα ελληνικά
Μετάφραση: ārprātīgs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρελός, άρρωστος, τρελούτσικος, παράφρων, τρελό, παράφρονες, παράλογη
Μεταφράσεις
- ārija στα ελληνικά - στραμπουλίζω, ατμόσφαιρα, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, κουρδίζω, τεντώνω, ...
- ārprāts στα ελληνικά - τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλα, τρέλας, την τρέλα
- ārsts στα ελληνικά - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- ārstēt στα ελληνικά - κέρασμα, μεταχειρίζομαι, κερνώ, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Ārprātīgs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρελός, άρρωστος, τρελούτσικος, παράφρων, τρελό, παράφρονες, παράλογη
Μεταφράσεις: τρελός, άρρωστος, τρελούτσικος, παράφρων, τρελό, παράφρονες, παράλογη