Ля στα ελληνικά
Μετάφραση: ля, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλευρά, μεριά, στο, κατά, στη, σε, στην
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лыжка στα ελληνικά - κουτάλι, κουταλιού, το κουτάλι, μετακινήστε με το κουτάλι, ένα κουτάλι
- люстра στα ελληνικά - καθρέφτης, αντικατοπτρίζω, καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, κάτοπτρο
- лямпа στα ελληνικά - λάμπα, βαλβίδα, λυχνία, φανός, λαμπτήρα, φανού
- лёгкi στα ελληνικά - εύθραυστος, αραιός, ψιλός, ξανθός, λεπτός, μικρός, προσβάλλω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ля στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλευρά, μεριά, στο, κατά, στη, σε, στην
Μεταφράσεις: πλευρά, μεριά, στο, κατά, στη, σε, στην