Моцны στα ελληνικά

Μετάφραση: моцны, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρωμαλέος, εδραιώνω, γερός, ασφαλίζω, ουσιαστικός, αξιόλογος, δύσκολος, καλός, συμπαγής, αγαθός, δυνατός, σκληρός, ήχος, φωνή, στάβλος, ασφαλής, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Моцны στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • мора στα ελληνικά - θάλασσα, πέλαγος, θάλασσες, θαλασσών, θάλασσας, τις θάλασσες
  • мост στα ελληνικά - γεφυρώνω, σπιθαμή, κατάστρωμα, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, ...
  • мочаны στα ελληνικά - νωπός, περιχύω, νοτισμένος, υγρός, βρεγμένος, τουρσί, παστωμένη, ...
  • муж στα ελληνικά - τύπος, συνάδελφος, άντρας, άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, ...
Τυχαίες λέξεις
Моцны στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρωμαλέος, εδραιώνω, γερός, ασφαλίζω, ουσιαστικός, αξιόλογος, δύσκολος, καλός, συμπαγής, αγαθός, δυνατός, σκληρός, ήχος, φωνή, στάβλος, ασφαλής, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές