Ουσιαστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, істотны, істотную, істотная
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ουσιαστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα λευκορωσικά - па сутнасці, па істоце, па сутнасьці, па сутнасцi, істотна
- ουσιαστικό στα λευκορωσικά - назоўнік
- ουσιώδης στα λευκορωσικά - істотны, істотную, істотная
- οφείλω στα λευκορωσικά - абавязак, завінаваціцца, завінаваціўся
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: моцны, істотны, істотную, істотная
Μεταφράσεις: моцны, істотны, істотную, істотная