Čaižyti στα ελληνικά

Μετάφραση: čaižyti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, δέρνω, νικώ, μαστιγώ, μαστίγιο
Čaižyti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ąsotis στα ελληνικά - κανάτα, κανάτας, πρόχους, σκεύος, υδρία
  • ąžuolas στα ελληνικά - δρύινος, βελανιδιά, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
  • čekis στα ελληνικά - ανακόπτω, σταματώ, αναχαιτίζω, επιταγή, καρέ, έλεγχος, ελέγξετε, ...
  • čempionas στα ελληνικά - υπερασπιστής, πρωταθλητής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια
Τυχαίες λέξεις
Čaižyti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, δέρνω, νικώ, μαστιγώ, μαστίγιο