Χτυπώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: χτυπώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
streikas, kančia, blogis, čaižyti, ritmas, pulsas, skriauda, nugalėti, SWAT, Pacnąć, Trzaskać, Pacnięcie, Stiprūs iesist
Χτυπώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χτυπώ

χτυπώ κάρτα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ ή χτυπώ, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, χτυπώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • χτενίζω στα λιθουανικά - šukuoti, šukos, šepetys, iššukuoti, sušukuoti, karštuvai
  • χτυπητήρι στα λιθουανικά - spragilas, beater, Plaktukas malūnų, Buožgalvis skalbimo, Sitamais
  • χτύπημα στα λιθουανικά - smūgis, guzas, priminti apie kurią nors, susidurti, gumbas
  • χυδαίος στα λιθουανικά - vulgarus, šiurkštus, paprastasis, nepadorus, plačiai paplitęs
Τυχαίες λέξεις
Χτυπώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: streikas, kančia, blogis, čaižyti, ritmas, pulsas, skriauda, nugalėti, SWAT, Pacnąć, Trzaskać, Pacnięcie, Stiprūs iesist