Δέρνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ritmas, pulsas, čaižyti, nugalėti, vanoti, išlupti kailį, išvanoti, iščaižyti, biržyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέρνω
δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δέρνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δέος στα λιθουανικά - baimė, awe, baimę, baiminantis, baimėje
- δέρμα στα λιθουανικά - oda, odos, odą, odai, odelė
- δέσιμο στα λιθουανικά - susiejimas, išlygindamas, taip išlygindamas, susiejimo, išlygino
- δέσμευση στα λιθουανικά - įsipareigojimas, įsipareigojimą, įsipareigojimo, įsipareigojimai, įsipareigojimu
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ritmas, pulsas, čaižyti, nugalėti, vanoti, išlupti kailį, išvanoti, iščaižyti, biržyti
Μεταφράσεις: ritmas, pulsas, čaižyti, nugalėti, vanoti, išlupti kailį, išvanoti, iščaižyti, biržyti