Įvaikinimas στα ελληνικά
Μετάφραση: įvaikinimas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- įtemptas στα ελληνικά - σφιχτός, στενός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
- įtūžis στα ελληνικά - λύσσα, τρέλα, μανία, φουντώνω, λυσσομανώ, οργή, IRE, ...
- įvardis στα ελληνικά - αντωνυμία, αντωνυμίας, αντωνυμίες, την αντωνυμία
- įvartis στα ελληνικά - γκολ, στόχος, στόχο, στόχου, ο στόχος
Τυχαίες λέξεις
Įvaikinimas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
Μεταφράσεις: υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση