Absurdiškas στα ελληνικά

Μετάφραση: absurdiškas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανόητος, παράλογος, περίγελος, γελοίος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
Absurdiškas στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstinencija στα ελληνικά - εγκράτεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
  • abstraktus στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
  • abėcėlinis στα ελληνικά - αλφαβητικός, αλφαβητική, αλφαβητικούς, αλφαβητικό, αλφαβητικά
  • abėcėlė στα ελληνικά - αλφάβητο, ABC, ΑΒΓ, το ABC, του ABC
Τυχαίες λέξεις
Absurdiškas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανόητος, παράλογος, περίγελος, γελοίος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα