Bendrovė στα ελληνικά
Μετάφραση: bendrovė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέα, ομήγυρη, θίασος, εταιρία, εταιρεία, εταιρείας, επιχείρηση, εταιρίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bendrija στα ελληνικά - σχέση, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
- bendrininkas στα ελληνικά - συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο
- bendruomenė στα ελληνικά - κοινόβιο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
- benzinas στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Τυχαίες λέξεις
Bendrovė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέα, ομήγυρη, θίασος, εταιρία, εταιρεία, εταιρείας, επιχείρηση, εταιρίας
Μεταφράσεις: παρέα, ομήγυρη, θίασος, εταιρία, εταιρεία, εταιρείας, επιχείρηση, εταιρίας