Kalėjimas στα ελληνικά
Μετάφραση: kalėjimas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kalvė στα ελληνικά - σιδηρουργείο, Οπλοποιείο, το Οπλοποιείο, το σιδηρουργείο, οπλοποιείο στο
- kalė στα ελληνικά - σκύλα, θηλυκό, σκύλας, η σκύλα, πουτάνα
- kamanė στα ελληνικά - μέλισσα, bumblebee, βομβίνων, μπούνι, αγριομέλισσα
- kambarinė στα ελληνικά - υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Τυχαίες λέξεις
Kalėjimas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Μεταφράσεις: φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής