Kvėpuoti στα ελληνικά
Μετάφραση: kvėpuoti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kvepėti στα ελληνικά - μυρίζω, μυρωδιά, οσμή, οσμής, όσφρησης, άρωμα
- kvėpavimas στα ελληνικά - αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
- kyšis στα ελληνικά - λουφές, μπολιάζω, μόσχευμα, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, ...
- ką στα ελληνικά - τι, αυτό που, το τι, ποια
Τυχαίες λέξεις
Kvėpuoti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Μεταφράσεις: αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει