Αναπνέω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναπνέω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kvėpuoti, įkvėpti, kvėpuojame, kvėpuoja, kvėpuokite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπνέω
αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα γαλλικα, δεν αναπνέω, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναπνέω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναπληρώ στα λιθουανικά - vaduoti, pavaduoti, pavaduoja, pavaduojami, atstovauti
- αναπληρώνω στα λιθουανικά - pavaduojantis, pavaduojanti, pavadavimo, kitos pavadavimo, pavaduojančio
- αναπνοή στα λιθουανικά - dvasia, kvapas, kvėpavimas, kvėpavimo, kvėpuoti, kvėpavimą, kvėpuokite
- αναποδιά στα λιθουανικά - kliūtis, kablys, hitch, autostopu, prikabinimo
Τυχαίες λέξεις
Αναπνέω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kvėpuoti, įkvėpti, kvėpuojame, kvėpuoja, kvėpuokite
Μεταφράσεις: kvėpuoti, įkvėpti, kvėpuojame, kvėpuoja, kvėpuokite