Paskiausias στα ελληνικά
Μετάφραση: paskiausias, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίας
Μεταφράσεις
- pasiutligė στα ελληνικά - τρέλα, λύσσα, λύσσας, της λύσσας, τη λύσσα, αντιλυσσικών
- paskalos στα ελληνικά - κουτσομπολιά, κουτσομπολιό, κουτσομπολιού, το κουτσομπολιό, τα κουτσομπολιά
- paskola στα ελληνικά - πίστωση, δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- paskubėti στα ελληνικά - βιασύνη, βιάζομαι, σπεύδω, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Τυχαίες λέξεις
Paskiausias στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίας
Μεταφράσεις: τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίας