Pelkė στα ελληνικά

Μετάφραση: pelkė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζεύω, βάλτος, έλος, τέλμα, βάλτο, βάλτου
Pelkė στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pelenai στα ελληνικά - στάχτη, τέφρα, τέφρας, νατρίου, στάχτης
  • peleninė στα ελληνικά - σταχτοδοχείο, τασάκι, σταχτοδοχείου, του σταχτοδοχείου, ashtray
  • pelnas στα ελληνικά - απολαβή, απολαβές, ωφέλεια, κέρδος, αποδοχές, δίχτυ, κέρδους, ...
  • pelė στα ελληνικά - ποντίκι, ποντικού, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
Τυχαίες λέξεις
Pelkė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζεύω, βάλτος, έλος, τέλμα, βάλτο, βάλτου