Μαζεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rinkti, susirinkti, liūnas, pelkė, surinkti, renka, kaupti, surenka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαζεύω
μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαζεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μαζεμένος στα λιθουανικά - Džiugu, Cuddly, minkštą, Unspecified, Malonų
- μαζεύομαι στα λιθουανικά - susirinkti, rinkti, šliaužioti, susiriesti, lankstytis, keliaklupsčiauti
- μαζικός στα λιθουανικά - apimtis, masė, daugybė, masės, masę, mas
- μαθήτρια στα λιθουανικά - mokinys, tyrinėtojas, studentas, mokinė, moksleivis, moksleivė, Schoolgirl, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rinkti, susirinkti, liūnas, pelkė, surinkti, renka, kaupti, surenka
Μεταφράσεις: rinkti, susirinkti, liūnas, pelkė, surinkti, renka, kaupti, surenka