Skirti στα ελληνικά
Μετάφραση: skirti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζω, αναθέτω, ορίζω, αποδίδω, διανέμω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- skirsnis στα ελληνικά - ρήτρα, άρθρο, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
- skirstyti στα ελληνικά - κατανέμω, μοιράζω, απονέμω, διανέμω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, ...
- skirtingas στα ελληνικά - ιδιαίτερος, χωριστός, χωρίζω, διαφορετικός, ξεχωριστός, διαφορετικές, διαφορετικά, ...
- skirtumas στα ελληνικά - διαφορά, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
Τυχαίες λέξεις
Skirti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζω, αναθέτω, ορίζω, αποδίδω, διανέμω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Μεταφράσεις: διορίζω, αναθέτω, ορίζω, αποδίδω, διανέμω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν